κακοπατρίδης

κακοπατρίδης
κακοπατρίδης, αιολ. τ. κακοπατρίδας, ὁ (Α)
κακόπατρις*, ταπεινής καταγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + πατρίς, -ίδος (πρβλ. ευ-πατρίδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”